- σκορδύλη
- ἡ, Αείδος ψαριού, η κορδύλη*.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού κορδύλη (βλ. λ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκορδύλη — a young tunny fish fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδύλειος — κορδύλειος, εία, ον (Α) [κορδύλη] κατασκευασμένος από το είδος τόν(ν)ου σκορδύλη* («κορδύλεια ταρίχη» αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.) … Dictionary of Greek
σκορδύλας — σκορδύλᾱς , σκορδύλη a young tunny fish fem acc pl σκορδύλᾱς , σκορδύλη a young tunny fish fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδύλη — και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α) 1. ρόπαλο, κορύνη 2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο 3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος 4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ… … Dictionary of Greek
σέριφος — Νησί των Κυκλάδων, που βρίσκεται μεταξύ Σίφνου και Κύθνου (έκταση 73,23 τ. χλμ.). Το νησί υπάγεται διοικητικά στην επαρχία Μήλου. Η οικονομία του στηρίζεται σε καλλιέργειες οπωρόδεντρων, λαχανοκηπουρικών και εσπεριδοειδών, περιορισμένης όμως… … Dictionary of Greek
Ψαρομήλιγγοι — Επώνυμο παλαιάς οικογένειας, που ήκμασε στην Κρήτη κατά τον Μεσαίωνα και τους επόμενους χρόνους. Ήταν κλάδος της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας των Σκορδυλών, η οποία μαζί με άλλους ευγενείς στάλθηκε στην Κρήτη το 1092 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο… … Dictionary of Greek